Ένα δοκίμιο που πρέπει να βάλει σε σκέψεις όσους το διαβάσουν... Τη μετάφραση έχει κάνει ο Johnk από το www.dogforum.gr.
Εάν το προωθήσετε, σημειώστε το copyright.
…Όταν ήμουν μικρό κουταβάκι, σε διασκέδαζα φοβερά με τα καμώματά μου και σε έκανα να γελάς. Πόσο ευτυχισμένος ήσουν εκείνες τις στιγμές! Με αποκαλούσες «κούκλα σου», «κοριτσάκι σου» και παρά τα παπούτσια που έβρισκες φαγωμένα και μερικά μαξιλάρια που πέταξες επειδή τα βρήκες …δολοφονημένα, δεν είχες καλύτερο φίλο, όπως έλεγες σε όλους.
Όταν ήμουν «κακό κορίτσι», κούναγες το δάχτυλο μπροστά στη μουσούδα μου και με ρωτούσες «Πως Μπόρεσες;», αλλά αμέσως μετά ηρεμούσες, χαμογελούσες και με γύριζες ανάσκελα για ένα τρυφερό χάδι στην κοιλιά μου.
Η εξοικείωσή μου με τη συμπεριφορά που έπρεπε να έχω στο σπίτι, πήρε λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ότι υπολόγιζες, γιατί ήσουν φοβερά απασχολημένος, αλλά τελικά τα καταφέραμε, προσπαθώντας μαζί. Πως θυμάμαι όλες αυτές τις νύχτες που σε παρηγόρησα στο κρεβάτι σου και άκουσα με κομμένη την ανάσα τις εκμυστηρεύσεις σου και τα μεγάλα όνειρά σου και πίστεψα ότι η ζωή δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί πιο τέλεια…
Πηγαίναμε μακρινές βόλτες και τρέχαμε στα παρκάκια, μεγάλες εκδρομές με το αυτοκίνητο και στάσεις για παγωτό (εγώ έπαιρνα μόνο ένα κομμάτι από το χωνάκι, γιατί «το παγωτό είναι κακό για τα σκυλάκια»)… Χουζούρευα για ώρες κάτω από τον ήλιο, περιμένοντας υπομονετικά να γυρίσεις σπίτι στο τέλος της ημέρας…
…Σιγά-σιγά, άρχισες να περνάς όλο και περισσότερο χρόνο στη δουλειά, στην «καριέρα» σου όπως μου έλεγες και περισσότερο χρόνο ψάχνοντας για ένα ανθρώπινο σύντροφο. Πάντα σε περίμενα υπομονετικά και, άπειρες φορές, σε παρηγόρησα σιωπηλά στις απογοητεύσεις και στις στιγμές που «ράγιζε» η καρδούλα σου και, όπως μου έλεγες, σε κράτησα όρθιο. Ποτέ δεν κρύωσε η αγάπη μου για σένα με τις κακές σου αποφάσεις και πάντα δέχτηκα με καλούς τρόπους όλες αυτές που έφερνες το βράδυ σπίτι και υποδέχτηκα με χαρά αυτή που ερωτεύτηκες. Είναι τώρα σύζυγός σου και, παρότι δεν είναι σκυλάκι σαν εμένα, την καλοδέχτηκα στο σπίτι μας, προσπάθησα να της δείξω τρυφερότητα και την υπάκουσα σε όλες τις εντολές της. Ήμουν ευτυχισμένη, επειδή εσύ ήσουν ευτυχισμένος…
..Μετά, ήρθαν τα ανθρώπινα κουτάβια (τα «μωρά», όπως λέγατε) και μοιράστηκα τον ενθουσιασμό σας. Είχα γοητευτεί από το πόσο ροζ ήταν, πόσο διαφορετικά και όμορφα μύριζαν και ήθελα να είμαι και εγώ η μαμά τους. Να τα προσέχω, να τα προστατέψω, να τα μάθω πράγματα. Μόνο που εσύ και εκείνη είχατε την αγωνία ότι μπορεί να τα πονέσω, να τα πληγώσω και, έτσι, άρχισα να περνάω τον περισσότερο χρόνο μου απομονωμένη σε άλλο δωμάτιο, ή σε κλουβί για σκύλους. Ω, Θεέ μου, πόσο ήθελα να τα αγαπήσω, να τα προστατέψω, να παίξω μαζί τους, αλλά τελικά έγινα η «φυλακισμένη της αγάπης»…
…Όταν τα μωρά άρχισαν να μεγαλώνουν, έγινα αμέσως ο καλύτερός τους φίλος. Τράβηξαν τη γούνα μου με δύναμη, με κλώτσησαν κάποιες φορές, με καβάλησαν για να τα πάω βόλτα, μου έχωσαν τα δαχτυλάκια τους στα μάτια μου, εξερεύνησαν τα αυτιά μου, αλλά μου έδωσαν και πολλά, πολλά φιλιά στη μουσούδα μου… Αγάπησα το κάθε τι γύρω από τα παιδιά σου και πιο πολύ το άγγιγμά τους…
Γιατί το δικό σου άγγιγμα είχε γίνει τόσο σπάνιο πια…. Και, αν και δεν ήμουν μεγάλη σε μέγεθος, θα τα υπερασπιζόμουν με την ίδια τη ζωή μου, αν είχε χρειαστεί να το κάνω. Τρύπωνα κρυφά στα κρεβάτια τους (θυμάσαι; Όπως παλιά στο δικό σου) και άκουγα τις αγωνίες τους και τα ανομολόγητα όνειρά τους και, όλοι μαζί, περιμέναμε να ακούσουμε τον θόρυβο του αυτοκινήτου σου να μπαίνει στο γκαράζ….
…Κάποτε, οι άνθρωποι σε ρωτούσαν αν έχεις σκυλί και εσύ με υπερηφάνεια έβγαζες πολλές φωτογραφίες μου από το πορτοφόλι σου, για να τους τις δείξεις και δεν κρατιόσουν να αρχίσεις να λες διάφορες ιστορίες για μένα και για σένα… Ήσουν περήφανος για τη ράτσα μου και για την καταγωγή μου! Όμως, τα τελευταία χρόνια, η απάντησή σου ήταν ένα απλό «ναι» και αμέσως άλλαζες τη συζήτηση. Ολοι είχαν καταλάβει ότι, από «το κοριτσάκι σου» έγινα «το σκυλί σου» και κατόπιν απλά «ένα σκυλί»… Τέλος, είχες μειώσει κάθε δαπάνη για μένα, στα ελάχιστα απαραίτητα. Το καταλάβαινα, αλλά δεν με ένοιαζε…
…Και τώρα, να! Παρουσιάστηκε μία ευκαιρία για μεγάλη καριέρα σε μία άλλη πόλη και εσύ με εκείνη και τα παιδιά θα μετακομίσετε σε ένα διαμέρισμα, όπου δεν επιτρέπονται τα σκυλιά. Πήρες τη σωστή απόφαση για την «οικογένειά» σου, αλλά (θυμάσαι;) ήταν μια φορά και ένα καιρό που εγώ ήμουν η μόνη οικογένειά σου…
…Όπως πάντα, ήμουν ενθουσιασμένη με την εκδρομή που κάναμε εσύ, εγώ και ο γιος σου (ο «αδελφός» μου)! Θυμάσαι πόσο με ξετρέλαινε η προοπτική της βόλτας με το αυτοκίνητο, όλοι μαζί! Ημουν ενθουσιασμένη, μέχρι τη στιγμή που φτάσαμε στο καταφύγιο ζώων. Μύριζα σκύλους και γάτες, μύριζα ξεκάθαρα το φόβο, μύριζα ξεκάθαρα την αγωνία και, λίγο πιο μέσα στα κλουβιά, την απελπισία. Συμπλήρωσες και υπέγραψες τα απαραίτητα έγγραφα και είπες χαμηλόφωνα: «ξέρω ότι θα της βρείτε ένα καλό σπίτι»… Οι δύο κυρίες κούνησαν το κεφάλι τους και σου έριξαν ένα οδυνηρό βλέμμα. Είναι έμπειρες και γνωρίζουν πολύ καλά την πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει ένα σκυλί που έχει γεράσει, ακόμα και ένα σκυλί καθαρόαιμο, με περγαμηνές (θυμάσαι τι έλεγες;), όπως εγώ…
…Χρειάστηκε να δώσεις μάχη (και εγώ κάθισα ήσυχη και σε διευκόλυνα) για να ξεκολλήσεις τα δάχτυλα του μικρού σου γιου από το κολάρο μου, την ώρα που ούρλιαζε «Όχι μπαμπά, μην τις αφήσεις να πάρουν το σκυλί μου!»
…Και, εκείνες τις στιγμές, δεν ανησυχούσα για μένα, πίστεψέ με. Ανησύχησα πολύ για τον «αδελφό» μου και για τα μαθήματα που μόλις του είχες δώσει, για τη φιλία και την αφοσίωση, για την πίστη, για την αγάπη και την υπευθυνότητα και για το σεβασμό προς όλα τα είδη της ζωής...
Μου έδωσες ένα ελαφρύ χάδι στο κεφάλι για αντίο, απέφυγες τη ματιά μου και ευγενικά αρνήθηκες να πάρεις μαζί σου το κολάρο και το λουρί μου. Είχες μία προθεσμία να προλάβεις και, Θεέ μου, τώρα πια είχα μία προθεσμία και εγώ… Μόλις έφυγες, άκουσα τις δύο ευγενικές κυρίες να συζητούν ότι πιθανότατα ήξερες για την αλλαγή δουλειάς σου αρκετούς μήνες πριν, αλλά δεν έκανες καμία προσπάθεια να μου βρεις ένα πραγματικά καλό σπίτι. Κούνησαν τα κεφάλια τους και με λύπη είπαν «Πως μπόρεσες;»…
…Οι καημένες οι κυρίες μας προσέχουν όλους, εδώ στο καταφύγιο, όσο τους επιτρέπει το φορτωμένο ωράριό τους. Μας ταΐζουν πολύ καλά, αλλά εγώ έχω χάσει την όρεξή μου εδώ και μερικές μέρες…
…Στην αρχή, όταν κάποιος επισκέπτης περνούσε μπροστά από το σπιτάκι μου, έτρεχα στο μπροστινό μέρος και πήδαγα στα κάγκελα με άπειρη χαρά, ελπίζοντας ότι είσαι εσύ, που άλλαξες τη γνώμη σου, ότι όλα ήταν ένα άσχημο όνειρο που τελείωσε… ή έλπιζα ότι, τουλάχιστον, ήταν κάποιος που ενδιαφερόταν, κάποιος που θα με έσωζε! Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ την χαριτωμένη ομορφιά των ευτυχισμένων κουταβιών και ότι μόνο αυτά έπαιρναν οι επισκέπτες, αποσύρθηκα στην πιο βαθιά γωνία του κλουβιού μου, ξάπλωσα και περίμενα…
…Είχε έρθει το ηλιοβασίλεμα. Άκουσα τα βήματά της, όπως ερχόταν για μένα στο τέλος της μέρας της… Την ακολούθησα στο τέλος της πτέρυγας, σε ένα χωριστό δωμάτιο που δεν είχα πάει ποτέ. Ένα πολύ ήσυχο δωμάτιο… Με σήκωσε τρυφερά, με ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, χάιδεψε τα αυτιά μου και μου είπε να μην ανησυχώ…
…Η καρδιά μου σφυροκοπούσε με την προσμονή και την αγωνία για το τι πρόκειται να συμβεί, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα και μία αίσθηση ανακούφισης… Για τη «φυλακισμένη της αγάπης» είχαν τελειώσει οι μέρες…
…Από τη φύση μου (θυμάσαι;), ανησυχούσα περισσότερο γι’ αυτήν. Την ένιωθα να κουβαλάει ένα τεράστιο βάρος που έκανε τους ώμους της να γέρνουν. Το ένιωθα έντονα, όπως παλιά αναγνώριζα κάθε δική σου διάθεση…
…Πολύ απαλά έβαλε ένα μικρό στήριγμα στο μπροστινό μου πόδι, καθώς ένα δάκρυ διάσχισε όλο το μάγουλό της και έσταξε στη μουσούδα μου. Της έγλυψα το χέρι, με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζα να ανακουφίζω εσένα, πριν από τόσο πολλά χρόνια…
…Με επιδέξιο τρόπο έβαλε την υποδερμική σύριγγα στη φλέβα μου. Ένιωσα το τσίμπημα και το κρύο υγρό που άρχιζε να κυκλοφορεί μέσα στο σώμα μου και άρχισα να χαλαρώνω και να νυστάζω. Την κοίταξα ολόϊσια μέσα στα ευγενικά της μάτια και ψιθύρισα αδύναμα «Πως μπόρεσες;»…
…Ισως, επειδή κατάλαβε τη σκυλίσια ομιλία μου, μου είπε «Λυπάμαι τόσο πολύ, κοριτσάκι μου». Με αγκάλιασε και με φίλησε και μου εξήγησε βιαστικά ότι ήταν καθήκον της να εξασφαλίσει πως θα πήγαινα σε ένα πολύ ομορφότερο μέρος. Σε ένα μέρος, όπου δεν θα με αγνοούσαν, δεν θα με κακοποιούσαν, δεν θα με εγκατέλειπαν. Σε ένα μέρος, όπου δεν θα ήμουν αναγκασμένη να παλέψω για να προστατέψω τη ζωή μου. Σε ένα μέρος, όπου υπάρχει μόνο αγάπη και φως. Σε ένα μέρος τόσο διαφορετικό από τη δική μας γη…
…Και με την τελευταία σταγόνα ενέργειας που μου έμενε, με όσες δυνάμεις είχα ακόμα, με ένα μικρό κούνημα της ουράς μου, προσπάθησα να την μεταπείσω ότι αυτό το «Πως μπόρεσες;», δεν αφορούσε αυτήν, δεν την κατηγορούσε.
…Ηταν εσένα, Αγαπημένε Μου Κύριε, που σκεφτόμουν τις τελευταίες μου στιγμές. Θα σε σκέφτομαι και θα σε περιμένω, για πάντα…
…Εύχομαι ολόψυχα, ο κάθε ένας που υπάρχει ή θα μπει στη ζωή σου, να σου δώσει τόση αφοσίωση και πίστη, όση εγώ…
Εάν το προωθήσετε, σημειώστε το copyright.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ;
…Όταν ήμουν μικρό κουταβάκι, σε διασκέδαζα φοβερά με τα καμώματά μου και σε έκανα να γελάς. Πόσο ευτυχισμένος ήσουν εκείνες τις στιγμές! Με αποκαλούσες «κούκλα σου», «κοριτσάκι σου» και παρά τα παπούτσια που έβρισκες φαγωμένα και μερικά μαξιλάρια που πέταξες επειδή τα βρήκες …δολοφονημένα, δεν είχες καλύτερο φίλο, όπως έλεγες σε όλους.
Όταν ήμουν «κακό κορίτσι», κούναγες το δάχτυλο μπροστά στη μουσούδα μου και με ρωτούσες «Πως Μπόρεσες;», αλλά αμέσως μετά ηρεμούσες, χαμογελούσες και με γύριζες ανάσκελα για ένα τρυφερό χάδι στην κοιλιά μου.
Η εξοικείωσή μου με τη συμπεριφορά που έπρεπε να έχω στο σπίτι, πήρε λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ότι υπολόγιζες, γιατί ήσουν φοβερά απασχολημένος, αλλά τελικά τα καταφέραμε, προσπαθώντας μαζί. Πως θυμάμαι όλες αυτές τις νύχτες που σε παρηγόρησα στο κρεβάτι σου και άκουσα με κομμένη την ανάσα τις εκμυστηρεύσεις σου και τα μεγάλα όνειρά σου και πίστεψα ότι η ζωή δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί πιο τέλεια…
Πηγαίναμε μακρινές βόλτες και τρέχαμε στα παρκάκια, μεγάλες εκδρομές με το αυτοκίνητο και στάσεις για παγωτό (εγώ έπαιρνα μόνο ένα κομμάτι από το χωνάκι, γιατί «το παγωτό είναι κακό για τα σκυλάκια»)… Χουζούρευα για ώρες κάτω από τον ήλιο, περιμένοντας υπομονετικά να γυρίσεις σπίτι στο τέλος της ημέρας…
…Σιγά-σιγά, άρχισες να περνάς όλο και περισσότερο χρόνο στη δουλειά, στην «καριέρα» σου όπως μου έλεγες και περισσότερο χρόνο ψάχνοντας για ένα ανθρώπινο σύντροφο. Πάντα σε περίμενα υπομονετικά και, άπειρες φορές, σε παρηγόρησα σιωπηλά στις απογοητεύσεις και στις στιγμές που «ράγιζε» η καρδούλα σου και, όπως μου έλεγες, σε κράτησα όρθιο. Ποτέ δεν κρύωσε η αγάπη μου για σένα με τις κακές σου αποφάσεις και πάντα δέχτηκα με καλούς τρόπους όλες αυτές που έφερνες το βράδυ σπίτι και υποδέχτηκα με χαρά αυτή που ερωτεύτηκες. Είναι τώρα σύζυγός σου και, παρότι δεν είναι σκυλάκι σαν εμένα, την καλοδέχτηκα στο σπίτι μας, προσπάθησα να της δείξω τρυφερότητα και την υπάκουσα σε όλες τις εντολές της. Ήμουν ευτυχισμένη, επειδή εσύ ήσουν ευτυχισμένος…
..Μετά, ήρθαν τα ανθρώπινα κουτάβια (τα «μωρά», όπως λέγατε) και μοιράστηκα τον ενθουσιασμό σας. Είχα γοητευτεί από το πόσο ροζ ήταν, πόσο διαφορετικά και όμορφα μύριζαν και ήθελα να είμαι και εγώ η μαμά τους. Να τα προσέχω, να τα προστατέψω, να τα μάθω πράγματα. Μόνο που εσύ και εκείνη είχατε την αγωνία ότι μπορεί να τα πονέσω, να τα πληγώσω και, έτσι, άρχισα να περνάω τον περισσότερο χρόνο μου απομονωμένη σε άλλο δωμάτιο, ή σε κλουβί για σκύλους. Ω, Θεέ μου, πόσο ήθελα να τα αγαπήσω, να τα προστατέψω, να παίξω μαζί τους, αλλά τελικά έγινα η «φυλακισμένη της αγάπης»…
…Όταν τα μωρά άρχισαν να μεγαλώνουν, έγινα αμέσως ο καλύτερός τους φίλος. Τράβηξαν τη γούνα μου με δύναμη, με κλώτσησαν κάποιες φορές, με καβάλησαν για να τα πάω βόλτα, μου έχωσαν τα δαχτυλάκια τους στα μάτια μου, εξερεύνησαν τα αυτιά μου, αλλά μου έδωσαν και πολλά, πολλά φιλιά στη μουσούδα μου… Αγάπησα το κάθε τι γύρω από τα παιδιά σου και πιο πολύ το άγγιγμά τους…
Γιατί το δικό σου άγγιγμα είχε γίνει τόσο σπάνιο πια…. Και, αν και δεν ήμουν μεγάλη σε μέγεθος, θα τα υπερασπιζόμουν με την ίδια τη ζωή μου, αν είχε χρειαστεί να το κάνω. Τρύπωνα κρυφά στα κρεβάτια τους (θυμάσαι; Όπως παλιά στο δικό σου) και άκουγα τις αγωνίες τους και τα ανομολόγητα όνειρά τους και, όλοι μαζί, περιμέναμε να ακούσουμε τον θόρυβο του αυτοκινήτου σου να μπαίνει στο γκαράζ….
…Κάποτε, οι άνθρωποι σε ρωτούσαν αν έχεις σκυλί και εσύ με υπερηφάνεια έβγαζες πολλές φωτογραφίες μου από το πορτοφόλι σου, για να τους τις δείξεις και δεν κρατιόσουν να αρχίσεις να λες διάφορες ιστορίες για μένα και για σένα… Ήσουν περήφανος για τη ράτσα μου και για την καταγωγή μου! Όμως, τα τελευταία χρόνια, η απάντησή σου ήταν ένα απλό «ναι» και αμέσως άλλαζες τη συζήτηση. Ολοι είχαν καταλάβει ότι, από «το κοριτσάκι σου» έγινα «το σκυλί σου» και κατόπιν απλά «ένα σκυλί»… Τέλος, είχες μειώσει κάθε δαπάνη για μένα, στα ελάχιστα απαραίτητα. Το καταλάβαινα, αλλά δεν με ένοιαζε…
…Και τώρα, να! Παρουσιάστηκε μία ευκαιρία για μεγάλη καριέρα σε μία άλλη πόλη και εσύ με εκείνη και τα παιδιά θα μετακομίσετε σε ένα διαμέρισμα, όπου δεν επιτρέπονται τα σκυλιά. Πήρες τη σωστή απόφαση για την «οικογένειά» σου, αλλά (θυμάσαι;) ήταν μια φορά και ένα καιρό που εγώ ήμουν η μόνη οικογένειά σου…
…Όπως πάντα, ήμουν ενθουσιασμένη με την εκδρομή που κάναμε εσύ, εγώ και ο γιος σου (ο «αδελφός» μου)! Θυμάσαι πόσο με ξετρέλαινε η προοπτική της βόλτας με το αυτοκίνητο, όλοι μαζί! Ημουν ενθουσιασμένη, μέχρι τη στιγμή που φτάσαμε στο καταφύγιο ζώων. Μύριζα σκύλους και γάτες, μύριζα ξεκάθαρα το φόβο, μύριζα ξεκάθαρα την αγωνία και, λίγο πιο μέσα στα κλουβιά, την απελπισία. Συμπλήρωσες και υπέγραψες τα απαραίτητα έγγραφα και είπες χαμηλόφωνα: «ξέρω ότι θα της βρείτε ένα καλό σπίτι»… Οι δύο κυρίες κούνησαν το κεφάλι τους και σου έριξαν ένα οδυνηρό βλέμμα. Είναι έμπειρες και γνωρίζουν πολύ καλά την πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει ένα σκυλί που έχει γεράσει, ακόμα και ένα σκυλί καθαρόαιμο, με περγαμηνές (θυμάσαι τι έλεγες;), όπως εγώ…
…Χρειάστηκε να δώσεις μάχη (και εγώ κάθισα ήσυχη και σε διευκόλυνα) για να ξεκολλήσεις τα δάχτυλα του μικρού σου γιου από το κολάρο μου, την ώρα που ούρλιαζε «Όχι μπαμπά, μην τις αφήσεις να πάρουν το σκυλί μου!»
…Και, εκείνες τις στιγμές, δεν ανησυχούσα για μένα, πίστεψέ με. Ανησύχησα πολύ για τον «αδελφό» μου και για τα μαθήματα που μόλις του είχες δώσει, για τη φιλία και την αφοσίωση, για την πίστη, για την αγάπη και την υπευθυνότητα και για το σεβασμό προς όλα τα είδη της ζωής...
Μου έδωσες ένα ελαφρύ χάδι στο κεφάλι για αντίο, απέφυγες τη ματιά μου και ευγενικά αρνήθηκες να πάρεις μαζί σου το κολάρο και το λουρί μου. Είχες μία προθεσμία να προλάβεις και, Θεέ μου, τώρα πια είχα μία προθεσμία και εγώ… Μόλις έφυγες, άκουσα τις δύο ευγενικές κυρίες να συζητούν ότι πιθανότατα ήξερες για την αλλαγή δουλειάς σου αρκετούς μήνες πριν, αλλά δεν έκανες καμία προσπάθεια να μου βρεις ένα πραγματικά καλό σπίτι. Κούνησαν τα κεφάλια τους και με λύπη είπαν «Πως μπόρεσες;»…
…Οι καημένες οι κυρίες μας προσέχουν όλους, εδώ στο καταφύγιο, όσο τους επιτρέπει το φορτωμένο ωράριό τους. Μας ταΐζουν πολύ καλά, αλλά εγώ έχω χάσει την όρεξή μου εδώ και μερικές μέρες…
…Στην αρχή, όταν κάποιος επισκέπτης περνούσε μπροστά από το σπιτάκι μου, έτρεχα στο μπροστινό μέρος και πήδαγα στα κάγκελα με άπειρη χαρά, ελπίζοντας ότι είσαι εσύ, που άλλαξες τη γνώμη σου, ότι όλα ήταν ένα άσχημο όνειρο που τελείωσε… ή έλπιζα ότι, τουλάχιστον, ήταν κάποιος που ενδιαφερόταν, κάποιος που θα με έσωζε! Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ την χαριτωμένη ομορφιά των ευτυχισμένων κουταβιών και ότι μόνο αυτά έπαιρναν οι επισκέπτες, αποσύρθηκα στην πιο βαθιά γωνία του κλουβιού μου, ξάπλωσα και περίμενα…
…Είχε έρθει το ηλιοβασίλεμα. Άκουσα τα βήματά της, όπως ερχόταν για μένα στο τέλος της μέρας της… Την ακολούθησα στο τέλος της πτέρυγας, σε ένα χωριστό δωμάτιο που δεν είχα πάει ποτέ. Ένα πολύ ήσυχο δωμάτιο… Με σήκωσε τρυφερά, με ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, χάιδεψε τα αυτιά μου και μου είπε να μην ανησυχώ…
…Η καρδιά μου σφυροκοπούσε με την προσμονή και την αγωνία για το τι πρόκειται να συμβεί, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα και μία αίσθηση ανακούφισης… Για τη «φυλακισμένη της αγάπης» είχαν τελειώσει οι μέρες…
…Από τη φύση μου (θυμάσαι;), ανησυχούσα περισσότερο γι’ αυτήν. Την ένιωθα να κουβαλάει ένα τεράστιο βάρος που έκανε τους ώμους της να γέρνουν. Το ένιωθα έντονα, όπως παλιά αναγνώριζα κάθε δική σου διάθεση…
…Πολύ απαλά έβαλε ένα μικρό στήριγμα στο μπροστινό μου πόδι, καθώς ένα δάκρυ διάσχισε όλο το μάγουλό της και έσταξε στη μουσούδα μου. Της έγλυψα το χέρι, με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζα να ανακουφίζω εσένα, πριν από τόσο πολλά χρόνια…
…Με επιδέξιο τρόπο έβαλε την υποδερμική σύριγγα στη φλέβα μου. Ένιωσα το τσίμπημα και το κρύο υγρό που άρχιζε να κυκλοφορεί μέσα στο σώμα μου και άρχισα να χαλαρώνω και να νυστάζω. Την κοίταξα ολόϊσια μέσα στα ευγενικά της μάτια και ψιθύρισα αδύναμα «Πως μπόρεσες;»…
…Ισως, επειδή κατάλαβε τη σκυλίσια ομιλία μου, μου είπε «Λυπάμαι τόσο πολύ, κοριτσάκι μου». Με αγκάλιασε και με φίλησε και μου εξήγησε βιαστικά ότι ήταν καθήκον της να εξασφαλίσει πως θα πήγαινα σε ένα πολύ ομορφότερο μέρος. Σε ένα μέρος, όπου δεν θα με αγνοούσαν, δεν θα με κακοποιούσαν, δεν θα με εγκατέλειπαν. Σε ένα μέρος, όπου δεν θα ήμουν αναγκασμένη να παλέψω για να προστατέψω τη ζωή μου. Σε ένα μέρος, όπου υπάρχει μόνο αγάπη και φως. Σε ένα μέρος τόσο διαφορετικό από τη δική μας γη…
…Και με την τελευταία σταγόνα ενέργειας που μου έμενε, με όσες δυνάμεις είχα ακόμα, με ένα μικρό κούνημα της ουράς μου, προσπάθησα να την μεταπείσω ότι αυτό το «Πως μπόρεσες;», δεν αφορούσε αυτήν, δεν την κατηγορούσε.
…Ηταν εσένα, Αγαπημένε Μου Κύριε, που σκεφτόμουν τις τελευταίες μου στιγμές. Θα σε σκέφτομαι και θα σε περιμένω, για πάντα…
…Εύχομαι ολόψυχα, ο κάθε ένας που υπάρχει ή θα μπει στη ζωή σου, να σου δώσει τόση αφοσίωση και πίστη, όση εγώ…
(CopyrightbyJimWillis 2001)